< ἀποβλύζω
ἀποβλυστάνω >
ἀπόβλυσμα
,
-ματος, τό
consecuencia
,
resultado
πάντα ... ἐγκλήματα οἴνου ἐστὶν ἀποβλύσματα
Isid.Pel.M.78.312D.