ἀποβλύζω
1 arrojar, escupir c. gen.
οἴνουIl.9.491, c. ac.
φλέγμαAret.SD 2.6.4
•vomitar c. ac.
ἀποβλύζων τὸ ἀνοίκειον ὑγιάζεταιS.E.P.1.71
•abs., fig. de palabras, Sm.Ps.58.8.
2 intr. correr el agua
πηγαὶ δὲ ἀποβλύζουσι τῶν ὀρῶνPhilostr.Im.1.9,
ὕδωρ ... ἐκ μυχῶν ἀποβλύζον τῆς γῆςProcop.Aed.2.2.10, cf. 5.3.19, 6.7.5
•fig.
ὅταν δὲ ὁ θυμὸς ... τῆς ἐξουσίας ἐμφορηθεὶς ἀποβλύσῃAch.Tat.6.19.5, cf. Hsch.