ἀπάτημα, -ματος, τό
1 engaño, encanto, ilusión c. gen.
δόξηςGorg.B 11.10,
πόθωνAP 7.195 (Mel.).
2 abs. ardid, estratagema
προσάγεσθαι βουλόμενοι τοιοῖσδε ἀπατήμασιAen.Tact.23.6.
δόξηςGorg.B 11.10,
πόθωνAP 7.195 (Mel.).
προσάγεσθαι βουλόμενοι τοιοῖσδε ἀπατήμασιAen.Tact.23.6.