ἀπατηλός, -όν
• Morfología: [fem. -ή Pl.Grg.465b, Hsch.]
I
τέκμωρ ... ἀπατηλόνIl.1.526,
κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλόνParm.B 8.52,
λόγου στόλον οὐκ ἀπατηλόνEmp.B 17.26,
λόγοςPl.Lg.892d,
κομμωτική, κακοῦργός τε καὶ ἀπατηλήPl.Grg.465b,
τὸ ἀ. ἐν λόγοιςPl.Cra.408a,
ἅπτεται τὸ ἀπατηλόνPlu.2.15c, de pers.
δέσποιναX.Oec.1.20,
στρατηγόςApp.BC 1.112,
γοητεύματαAristaenet.2.18.41.
2 ilusorio, que produce un efecto engañoso
σκιαγραφίαPl.Criti.107d,
op. γνήσιοςEus.Mynd.63.
II adv. -ῶς engañosamente Iambl.Myst.3.26, cf. Poll.9.135.