ἀπρόφᾰτος, -ον
1 inesperado
δεινὴ ἀνέμοιο θύελλα ἀ.Arat.424,
κακόνArat.768,
ἄελλαιA.R.2.268,
ὀδύναιNic.Al.598,
ἔκποθεν ἀπροφάτοιο λυγρῷ βεβλημένος ἰῷherido por flecha funesta (surgida) de no se sabe dónde Q.S.3.437, cf. 12.509
•no esperado, terrible
Ἀχέροντος δίναι ἀπρόφατοιA.R.1.645.
2 adv. -ως inesperadamente
ὅταν ἀ. ἱστὸν νεὸς ... θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ ... ἐρύσηταιA.R.1.1201,
σφίσιν ἀ. ἀνέδυ μέγα κῦμαA.R.2.580
•sin hablar, sin mediar palabra
τοὺς ἕλεν ἀ.A.R.2.62,
ἵεντ' ἀ.A.R.4.1005
•inexplicablemente
αἰθομένοι' ἀ. ἑτέρου (χείλεος)Agam.SHell.14.