ἀπρόσμικτος, -ον
• Alolema(s): ἀπρόσμεικτος Hdt.1.65
I
ξένοισιHdt.l.c.
•abs. solitario, insociable Poll.3.64, Sud.s.u. Κρατερός
•de lugares solitario
ἄκραιPoll.1.115,
ὁδόςPoll.3.96.
2 que no es posible dispersar de una formación cerrada
ἀπρόσμικτοι ... ὑπὸ τῆς συγκλείσεως ... ἐγίγνοντοD.C.38.49.6.
II adv. -ως en solitario, aisladamente Poll.5.139.