< ἀπροσμήχανος
ἀπρόσμικτος >
ἀπροσμιγής
,
-ές
que no tiene trato con
ἀνθρώποις
St.Byz.s.u.
Σῆρες
, Eust.
in D.P
.752, Sch.Theoc.1.85k.