ἀπρόσκοπτος, -ον
I
ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λςʹIG 14.404,
φυλάξω αὐτοὺς ἀπροσκόπτουςApoc.Paul.8 (p.38),
ζωήRom.Mel.54.κεʹ.8.
2 fig. que no ofende
πῶς σὺ πρὸς τὸν ... Δεσπότην ἔσῃ καταπειθὴς καὶ ἀ.;Gr.Nyss.M.44.1189D.
II adv. -ως sin daño, bien
ὅποι πορεύονται, ἀ. καὶ ἀσφαλῶς μάλα φέρονταιRh.1.604,
περιπατεῖνMarc.Er.Opusc.M.65.1048C,
εἰπεῖνEust.799.57,
τρέχεινEust.925.28.