ἀπροσκορής, -ές


que no sacia τὸ ἀ. μῆκος τῶν διηγημάτων Hld.6.1.1, τῆς συνουσίας κοινωνία Clem.Al.Paed.2.1.10.2
subst. τὸ ἀ. insaciabilidad, ausencia de tedio Men.Rh.340.