ἀπρόσεκτος, -ον


1 negligente, descuidado ὁ βάρβαρος καὶ ἀπρόσεκτος Λυκόφρων Tz.ad Lyc.314
neutr. subst. negligencia αὐτὸ τὸ ἀπρόσεκτον ἁμαρτία ἐστίν Cyr.Al.M.77.1152D.

2 adv. -ως descuidadamente ἀσυμπαθῶς κινεῖσθαι καὶ ἀπροσέκτως Porph.Sent.32.