ἀπροόρατος, -ον
I en sent. físico
1 no visto previamente
δάκνων ... ἀπροοράτους αὐτοῦ γενομένουςde pers., Gal.14.279.
2 invisible
τὴν φορὰν ἀπροόρατον ἔχοντεςD.S.20.96
•c. dat.
μέρος τι τῆς ... στρατιᾶς ἀπροόρατον τοῖς πολεμίοιςuna parte del ejército invisible para los enemigos Onas.22.2.
II fig.
1 de abstr. imprevisto
λέγονται ... ἀπροόρατον ἐφίστασθαι τὴν τίσιν τοῖς ἀξίοιςCorn.ND 10.
2 de abstr. imprevisible
τὸ μέλλονIambl.Protr.21.
3 gener. de pers. que no prevé, imprevisor
γενόμενος φιλήδονος ... ἔσει ... ἀ.Ph.2.268,
τοῦ μέλλοντοςPh.2.159, Sch.A.Pr.550(p.24)D.
•de abstr.
τοιοῦτον ἡ τύχη ... ἀπροόρατονMax.Tyr.5.6.
III adv. -ως
1 sin previsión
πράττεινD.L.9.62
•de ahí atolondradamente
ἐοικὼς οὐ πελταστῇ μισθοφόρῳ ἀ. θέοντιMax.Tyr.25.1.
2 inesperadamente
ἔλαθον ἐπιστὰς ἀ.Ach.Tat.2.6.1.