< ἀπροόρατος
ἀπροπετία >
ἀπροορίστως
adv.
sin determinación previa
ἐγένετο φῶς ἀχρόνως καὶ ἀβουλήτως καὶ ἀ.
Hippol.
Haer
.8.12.4.