< ἀποικίς
ἀποικισμός >
ἀποίκισις
,
-εως, ἡ
fundación de una colonia
ἡ ... τῶν Ἀλβανῶν πόλις ... ὑπὸ τῆς ... ἀ. καθαιρεθεῖσα
D.H.3.31.