ἀποικισμός, -οῦ, ὁ
1 establecimiento de una colonia
εἰς Ἐλέαν ... ἀ.D.L.9.20 (= Xenoph.A 1 tít.),
μετὰ τὸν ἀ.Arist.Pol.1304b32.
2 destierro
σκεύη ἀποικισμοῦ ποίησον σεαυτῇLXX Ie.26.19.
εἰς Ἐλέαν ... ἀ.D.L.9.20 (= Xenoph.A 1 tít.),
μετὰ τὸν ἀ.Arist.Pol.1304b32.
σκεύη ἀποικισμοῦ ποίησον σεαυτῇLXX Ie.26.19.