ἀποψῑλόω
I
τὸν χοῖρονAr.Th.538, de un barbero
ἀποψιλῶν τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶνAlciphr.3.30.2
•en v. pas.
(τὸν σάκανδρον) ἀπεψιλωμένον τῷ λύχνῳAr.Lys.827.
2 dejar al descubierto
τὸ ὀστέονHp.Foet.Exsect.1
•despojar
τὸν Κύρου οἶκονHdt.3.32.
II privar c. ac. y gen.
φίλων ἀποψιλοῖς με τὴν παναθλίανA.Ch.695
•mutilar, castrar en v. pas.
ἀπεῖπε μηδένα ... τὴν ἀρρενωπίαν ἀποψιλοῦσθαιProcop.Goth.4.3.19.