ἀποψήχω
• Alolema(s): -ψώχω Dsc.5.78
1 limpiarse
τά τε δάκρυα ἀπέψηχεν ἕκαστοςEun.VS 481.
2 quitar raspando, raer
ἀποψήχεσθαι τὰς τρίχας τῶν κυνῶνArist.HA 630b11, fig.
τὰς ... τῆς ἀγνοίας κόμας ἀποψήξασθαιClem.Al.Paed.1.2.5, cf. tb. en v. act., Dsc.2.76.