ἀποχρίω


1 limpiar, raspar, Gloss.2.242
tb. en v. med. fig. ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀνάγνωσις ... τὸ ... διακαὲς τῆς ὀδύνης ἀποχριομένη Chrys.M.49.299.

2 quitar el sello ἀποχρίσαντες ... τὴν θύραν Pall.H.Laus.5.1.