< ἀποχρίω
ἀποχρυσώνης >
ἀποχρυσόω
convertir en oro
πάντα ἀποχρυσῶν
Tz.Comm
.Ar.1.82.9
•
en v. med.
convertirse en oro
τὰ ἔριά σοι ἀποχρυσοῦται
Basil.M.31.269C
•
tb. en v. pas., Artem.1.50.