< ἀποχαλκεύω
ἀποχαραδρόω >
ἀποχαλκίζω
despojar del bronce
, e.e.
del dinero
χαλκίδος ἐκ γαίης ἀπεχάλκισε τὴν πόλιν ἡμῶν κλέπτων
AP
11.283 (Pall.).