< ἀποχαλινόω
ἀποχαλκίζω >
ἀποχαλκεύω
forjar en bronce
en v. pas.
κνώδοντες ἀποκεχαλκευμένοι
X.
Cyn
.10.3, cf. Mac.Magn.
Apocr
.1.6 (p.1.8).