< ἀποφᾰγεῖν
ἀποφαίνω >
ἀποφαιδρύνω
limpiar
αἷμα
Q.S.5.616, Poll.4.31,
κόνιν καὶ ἱδρῶτα
Q.S.8.487
•
en v. med.
bañarse
,
AP
9.419 (Crin.).