< ἀποτυφλόω
ἀποτυφλώττω >
ἀποτύφλωσις
,
-εως, ἡ
ceguera
τοὺς ἵππους ... πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει
golpearé de ceguera a los caballos
LXX
Za
.12.4.