ἀποτίναγμα, -ματος, τό


estopa ὃν τρόπον διασπᾶται κλῶσμα τοῦ ἀποτινάγματος cual se deshace la fibra de estropajo LXX Id.16.9, cf. Thd.Id.16.9, Sm.Is.1.31.