ἀποτίκτω
1 dar a luz, procrear
τὸν ΜινώταυρονPh.2.307, cf. 1.232, LXX 4Ma.14.16,
ὅμοια τούτοιςPlacit.5.12.2 (= Emp.A 81),
τὸν ὨκεανόνSch.A.Th.311a
•abs.
ἐν ἡμέραις πέντε καὶ δέκαArist.HA 544a3, S.E.M.5.28, Luc.DMar.11.1, Artem.1.14
•en v. pas.
ἐπὶ χθονὸς ἧς ἀπετέχθηνen la tierra de la que soy hijo, IG 9(1).882.5 (Corcira), cf. LXX 4Ma.13.21, Philostr.VA 1.5, S.E.M.5.100
•
τὸ ἀποτικτόμενονla puesta de los huevos de la sepia, Arist.HA 544a10,
τὰ ἀποτικτόμεναlas criaturas, Apoc.Petr.Fr.3 p.12.31.
2 fig. de abstr. engendrar, producir, crear
ὅταν ... μία σύστασις ... ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτέκῃ μίαν μορφήνPl.Epin.981a, cf. Iambl.Comm.Math.4 (p.17),
νοσήματαPl.Ti.85a,
ψεῦδος ... ἡ διάνοιαPl.Tht.150c, cf. Ph.1.382,
τὸ δίκαιονPlu.2.964c.