< ἀποτρυπάω
ἀποτρύω >
ἀποτρύχω
fatigar
,
agotar
πόνοις ... τοὺς ἱερέας
Ph.2.231, en v. pas.
ἱερὰ χώρα ... ἀποτρυχομένη
Ph.2.371.