< ἀποτρίασις
ἀποτρίβω >
ἀποτριβή
,
-ῆς, ἡ
1
uso
,
desgaste
,
deterioro
τῶν σκευῶν
D.50.28,
πόας
Plu.2.325b.
2
daño
ὥστε μηδεμίαν ἀποτριβὴν τῷ δημοσίῳ συμβῆναι
D.C.37.31.2.