< ἀποτελεστεύω
ἀποτελεστικός >
ἀποτελεστής
,
-οῦ, ὁ
el que cumple
,
ejecutor
πάντων ὁμοῦ τῶν ἀγαθῶν
Cyr.Al.M.74.260C,
τῶνδε τῶν σημείων
Cyr.Al.
Chr.Un
.749b.