< ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικόν >
ἀποσύστασις
,
-εως, ἡ
interrupción
ἡ ... ἀπιστία, ἀ. οὖσα τῆς πίστεως
Clem.Al.
Strom
.2.12.55 (cód.).