ἀποσυστατικόν, -οῦ, τό
jur. poder, procura
κύριον τὸ ἀποσυστατικὸν πανταχῆ ἐπ[ιφ]ερ[όμενονPOxy.1642.8 (III d.C.)
ἀποσυστατικὸν ἐποίησα τῷ ἀδελφῷ μουPOxy.2601.11 (IV d.C.), cf. BGU 1671.15 (II d.C.), en plu. PSI 236.20 (III/IV d.C.).
κύριον τὸ ἀποσυστατικὸν πανταχῆ ἐπ[ιφ]ερ[όμενονPOxy.1642.8 (III d.C.)
ἀποσυστατικὸν ἐποίησα τῷ ἀδελφῷ μουPOxy.2601.11 (IV d.C.), cf. BGU 1671.15 (II d.C.), en plu. PSI 236.20 (III/IV d.C.).