< ἀποσιγάω
ἀποσικχαίνω >
ἀποσίγησις
,
-εως, ἡ
ocasión de guardar silencio
πρὸς τὰς ἀποσιγήσιας ἐνθυμηματικοὶ καὶ καρτερικοί
Hp.
Decent
.3.