< ἀποσιγαλόω
ἀποσίγησις >
ἀποσιγάω
callarse
,
silenciar
τὰ ὀνόματα
Demetr.
Eloc
.149,
τὴν δὲ τῆς μητρὸς ἀναίρεσιν
Plu.
Vit.Hom
.A.213.