< ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέχω >
ἀποσυνέργησις
,
-εως, ἡ
astrol.
influencia adversa
ἡ πρὸς τὰς ἑναντίας τῶν κράσεων ἀ.
Ptol.
Phas
.praef.8.