ἀποσυνεργέω
intr. oponerse siempre op. συνεργεῖν, c. dat.
τοῖς δὲ ἀσυμφόρως (γιγνομένοις)Sor.17.19
•c. πρός y ac.
πρὸς τὴν γνῶσιν τῆς Ἡρακλειτείου φιλοσοφίαςS.E.P.1.212
•c. κατά y ac. de la influencia de los planetas
ἀποσυνεργούντων κατά τι τῶν λοιπῶνPtol.Tetr.1.2.5.