< ἀπόσταθμον
ἀποσταλάζω >
ἀποστάλαγμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[-τᾰ-]
destilación
,
goteo
,
pringue
διαυγὲς αἰγείρων ἀ. τι
Scymn.397,
γάλακτος
Sch.Ar.
Pax
1184.