ἀποσταλάζω
1 tr. destilar
ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόνLXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de
οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτεςLuc.Am.45.
ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόνLXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτεςLuc.Am.45.