ἀποστεγάζω
I
ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάςde la luna, Emp.B 42.1,
πυκινὸν ῥόονEmp.B 100.14,
τὸ τρῆμαSotad.2.
2 levantar el techo, destechar
τὸν νεώνStr.8.3.30,
τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαιStr.4.4.6,
διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγηνEu.Marc.2.4, en v. pas.
τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναιArtem.2.36 (p.165),
ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅληel (pórtico) está destechado todo, IG 12(3).325.30 (Tera II d.C.).
II recubrir
ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας)Arist.Pr.924a37, cf. Thphr.CP 5.6.5.