< ἀποσταφιδόομαι
ἀποστεγάζω >
ἀποσταχύω
formar la espiga
,
granar
ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα
Gp
.3.3.13, cf. 2.24.3.