ἀποσπερμαίνω
1 eyacular
ὁ δὲ ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶςde Hefesto, Apollod.3.14.6,
λαβόντες οἱ θεοὶ τὴν ... βοὸς βύρσαν ἀπεσπέρμηναν εἰς αὐτήνPalaeph.51
•c. gen.
ἀποσπερμαίνειν τῶν τῆς Ἑκάτης ἀγαλμάτωνTz.Comm.Ar.3.803.2.
2 engendrar
ὅτ' ἀπεσπέρμαινεν ἘπίκουρονDion.Alex. en Eus.PE 14.26.