< ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις >
ἀποσπερματίζω
1
eyacular
el semen, abs., Arist.
GA
728
a
11, Sch.Pi.
P
.4.246.
2
engendrar
δυνάμεις
Porph.
Antr
.16.