< ἀποσμιλεύω
ἀποσοβέω >
ἀποσμύχω
abrasar
πῶς ἀποσμύξω τὸν ἥλιον;
Hsch.H.
Hom
.16.15.11
•
en v. med. en cont. dud.
An.Par
.4.384.