ἀποσκολοπίζω
quitar obstáculos, allanar ref. a caminos, Aq.Is.57.14
•ref. a pers. quitar de enmedio, aniquilar
ἀπεσκολόπισας πάντας τοὺς ἀποστρεφομένους ἀπὸ ἀκριβασμοῦAq.Ps.118.118.
ἀπεσκολόπισας πάντας τοὺς ἀποστρεφομένους ἀπὸ ἀκριβασμοῦAq.Ps.118.118.