< ἀποσκνίπτω
ἀποσκολοπίζω >
ἀποσκνῑφόω
oscurecer
,
ensombrecer
ἀπεσκνίφωσε δὲ γαίης τόσσον ὅσον τ' εὖρος γλαυκώπιδος ἔπλετο μήνης
Emp.B 42.2.