< ἀπορρινάω
ἀπορριπίζω >
ἀπορρῑνήματα
,
-μάτων, τά
limaduras
,
raspaduras
τοῦ σιδήρου
Olymp.
Iob
40.18
•
fig.
migajas
γάζης Λυσιμάχου
Daph.
SHell
.370.