< ἀπορρῑνήματα
ἀπορριπτέον >
ἀπορριπίζω
apartar
,
expulsar soplando
ἀναθυμίασιν
Arist.
Pr
.947
a
20,
πνεῦμα
D.H.
Comp
.14.16 (var.), cf. ἀπορραπίζω.