< ἀπορράπτω
ἀπορραφανιδόω >
ἀπορράσσω
expulsar
τοὺς Ῥωμαίους ... ἀπὸ τοῦ λόφου
D.H.6.5 (cód.),
αὐτούς
D.C.56.14.3 (var.).