< ἀποπρεπέω
ἀποπρεσβεύω >
ἀποπρεσβεία
,
-ας, ἡ
informe de un embajador
τὴν ἀποπρεσβείαν ... τοῦ Μαρκίου
Plb.23.9.5, cf.
Sardis
8.35 (I a.C.).