< ἀποπραΰνω
ἀποπρεσβεία >
ἀποπρεπέω
ser inapropiado a
c. dat.
υἱὸν ... οὐκ ἀποπρεποῦντα πατρί
Epiph.Const.
Haer
.76.35.11 (cód., cf. ἀπρεπέω).