ἀποπλέω
• Alolema(s): ép. ἀποπλείω
• Morfología: [fut. ἀποπλευσεῖσθαι Pl.Hp.Mi.371b, aor. ἀπέπλευσαν Plu.2.27c]
hacerse a la mar, zarpar c. ac. de dir.
οἴκαδ'Il.9.418, 685, Th.6.47,
ἄστυδ'Od.16.331,
ἐς ΚόρινθονHdt.1.24, cf. Th.2.84, X.HG 5.1.6,
ἐπὶ τὸ ἈρτεμίσιονHdt.8.11,
πρὸς ΣάμονX.HG 2.3.3,
εἰς ΠελοπόννησονPl.Ep.348d
•c. ἐπί y gen.
ἀποπλέοντας ἐπ' ΑἰγύπτουHdt.1.1,
ἐπ' οἴκουTh.1.55
•c. prep. y gen. de procedencia
ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς ἈθήναςTh.6.61, cf. 1.89,
ἀπὸ τῆς σφετέραςX.Ath.2.5,
παρὰ τοῦ βασιλέωςTheopomp.Hist.107
•
κατὰ βίου τε καὶ τῆς γῆς ζήτησινHdt.1.94
•abs.
ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειονOd.8.501,
ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτεPi.N.7.36, cf. Th.1.52, Ar.Ra.1480, X.An.5.4.12, Arr.Ind.26.9, Plu.l.c., combinado con οἴχομαι:
ἀποπλέων ω[ἴχε]τ' ἐς ΚνωσσόνB.1.122
•c. ciertos adv. volver navegando
ὀπίσωHdt.4.156,
πάλιν ἐς τοὺς Αἰγὸς ποταμούςX.HG 2.1.23, Plb.1.36.2,
αὖτιςPlb.5.29.4
•s. cont., PLille 3.5 (III a.C.)
•en sent. fig. marcharse, poner tierra por medio
ἀποπλεῖς ἐτεόν;¿de veras te largas? Ar.Er.144, cf. Com.Adesp. en POxy.3540.36 (cf. ἀποπλώω).