ἀποπλέκω
1 destrenzar
(σειράν)Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse
συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονταιZos.Alch.110.16
•part. perf. pas. separado de cónyuges
ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικόςPGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.),
ἀνήρBGU 118.2.11 (II d.C.).