ἀποξένωσις, -εως, ἡ
1 estancia en un país extranjero
διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσινPlu.2.649e, cf. Pomp.80.
2 exilio, destierro
ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεωςPaul.Al.25.15, cf. 56.13,
πατρίδοςGr.Naz.M.35.864D,
αὐτοῦAq.Abd.12.
διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσινPlu.2.649e, cf. Pomp.80.
ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεωςPaul.Al.25.15, cf. 56.13,
πατρίδοςGr.Naz.M.35.864D,
αὐτοῦAq.Abd.12.